- προτείναντες
- προτείνωstretch out beforeaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφετίνδα — ἐφετίνδα (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐφετίνδα παίζειν εἶδος παιδιᾱς, ὅταν σφαῑραν ἄλλη προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐφετὸς < ἐφίημι (πρβλ. ἔφεσις) + κατάλ. ίνδα (πρβλ. ἀκινητ ίνδα (< ακίνητος + ίνδα), διελκυστ ίνδα (<… … Dictionary of Greek